- διόλου
- aucunement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διόλου — (AM διόλου και δι ὅλου) επίρρ. μσν. νεοελλ. 1. (με αρνητ. έννοια) καθόλου («δεν εργάζεται διόλου») 2. (επιτατ. συνηθ. με το επίρρ. όλως) ολότελα, τελείως, εντελώς («όλως διόλου ανίκανος») αρχ. μσν. (για χρόνο) διαρκώς, πάντα αρχ. (καταφατ.)… … Dictionary of Greek
διόλου — επίρρ. ποσοτ., καθόλου, εντελώς, πέρα για πέρα: Δε μ’ ενδιαφέρει διόλου τι αισθάνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διόλου — διόλλυμι destroy utterly aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) διόλου altogether indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
МАТЕРИЯ — одно из наиболее многозначных филос. понятий, которому придается один (или некоторые) из следующих смыслов: 1) то, определяющими характеристиками чего являются протяженность, место в пространстве, масса, вес, движение, инерция, сопротивление,… … Философская энциклопедия
вьсюдоу — (86) нар. Всюду, везде: вьсюдѹ бо слѹжьба словесьна˫а ѹзаконѥна ѥсть (πανταχοῦ) КЕ XII, 38а; исповѣдающа же вьсюдѹ. ˫ако сѹть хрьсти˫ане (διόλου) Там же, 81б; нача и цѣловати. по ѡчима по главѣ и по ѹшима по рѹцѣ и вьсѹдѹ ЧудН XII, 71б; сѣмо и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek